πρωταπλώνω

πρωταπλώνω
Ν
εκτείνω, απλώνω πρώτος το χέρι για να πάρω κάτι («ευλόγησον την πόσιν και την βρώσι[ν] και χαρά στονε που πρωταπλώσει» — λέγεται ως αστεϊσμός σε συμπόσια).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”